Τέσσερις σχεδόν δεκαετίες, δεν έχω ξαναδεί ποτέ την Αθήνα έτσι. Βομβαρδισμένη πόλη δίχως χαλάσματα. Οι δρόμοι άδειοι. Το κλεινόν άστυ έχει αιώνες τώρα απωλέσει το κλέος του αλλά σε κάθε περίπτωση το σκηνικό είναι πρωτόγνωρο, «μεταποκαλυπτικό».
Η καταδρομική μας ανεπηρέαστη… τα κομάντα, εκεί. Συντροφεύω τον Άγγελο, τον Παύλο, την Αναστασία, τον Χάρη και την Αντιγόνη. Για να ανταμώσουμε ξανά όλες εκείνες τις ψυχές που περιπλανώνται ακατάπαυστα, πότε με το σώμα τους και πάντα με τη σκέψη τους.
«Ταϊζουμε» ο ένας τον άλλον χαμόγελα, λόγια απλά, παρηγορητικά, αληθινά. Μια καλησπέρα, να μοιραστούμε την αγωνία μας για τις μέρες που διανύουμε, για τις μέρες που θα ’ρθουν. Κερνάμε ζεστό φαγητό, μαζί και επιδόρπιο. Το αντίδωρο που λαμβάνουμε είναι πολλαπλάσιο.
Αγάπη, ντυμένη σε ένα σεμνό αλλά περιεκτικό βλέμμα, σε ένα νεύμα. Αλλά ακόμα και τυφλή οργή, παράπονο και πίκρα, όλα δίκαια, πέρα για πέρα, για τους ανθρώπους αυτούς που σαν τους ικέτες ζητούν έναν βωμό να ξαποστάσουν, να νοιώσουν προστασία, ασφάλεια, ανθρώπινη παρουσία.
Δεν είναι, αλήθεια, ανεξίτηλα καταγεγραμμένη στη συνείδηση αυτού του λαού η ιερότητα του ικέτη; Κι ας την καταπατούμε καθημερινά, κι ας αντιμετωπίζουμε πρόσφυγες, άστεγους, χρήστες, «περιθωριακούς» σαν μιάσματα.
Σε μια άδεια πόλη, αποφασίσαμε, συνειδητά και πάλι, να κάνουμε το φορτηγάκι μας και τις καρδιές μας βωμούς. Όμως, για ακόμη μια δική μας φορά και κόντρα στο πνεύμα της ιστορίας, θα ήταν ο ικέτης που θα εξαγίαζε τον βωμό. Και κάπως έτσι, σε μια άδεια πόλη, σκιρτήσαν και γεμίσαν οι καρδιές μας.
Χρίστος