Που είναι ο άγγελος;
Αυτό μονολογεί μες το σκοτάδι της νύκτας αυτή η τραγική φιγούρα ενός καταδικασμένου σε θάνατο, από τη σκληρή του μοίρα, σε ένα, ίσως το πιo κακόφημο σοκάκι της Αθήνας. Ξαπλωμένος στο γεμάτο σύριγγες πεζοδρόμιο, ανάπηρος με δύο κακομεταχειρισμένες πατερίτσες, προσπαθεί να στρώσει ένα χαρτόκουτο από κάτω του για να αναπαύσει το ταλαιπωρημένο και πληγωμένο του σώμα, χωρίς καμία βοήθεια από κανένα.
Το ρολόι σε λίγα λεπτά θα σημάνει 12 τα μεσάνυχτα και όλα μα όλα είναι σκοτεινά, ακόμα και οι ψυχές των περαστικών από τα απέναντι καταγώγια που σουλατσάρουν στη περιοχή αναζητώντας τη στιγμιαία ηδονή. Μα η φωνή του ακούγεται πάλι… που είναι ο άγγελος, να μου φέρει κουβέρτες γιατί μου τις κλέψανε και εγώ κρυώνω…. και πάλι που είναι ο άγγελος; Μα τι ζητάς άνθρωπέ μου τέτοια ώρα και σε τέτοιο μέρος; αγγέλους; Ξέρεις τι ώρα είναι και πού βρίσκεσαι; Τι ψάχνεις να βρεις; ποιός να σε ακούσει μέσα σ΄ αυτό το πυκνό σκοτάδι;
Δεν ξέρω τι άλλο να πω δεν γνωρίζω κανένα, δε νιώθω κάποιον να με αγαπάει, δεν ανήκω στην ελίτ αυτής της κοινωνίας, δεν έχω χρήματα, δεν έχω υγεία, δεν έχω πατρίδα και μέλλον, δεν έχω οράματα για τη ζωή μου και το μόνο που μου έχει απομείνει είναι να έρθει ένας άγγελος όχι με φτερά, αλλά με κουβέρτες στα χέρια του.
Άσε με να μονολογώ και να φωνάζω, μη μου στερείς την ελπίδα, είναι το μόνο που μου έχει απομείνει, ποιός ξέρει ίσως ο Πανάγαθος ακούσει την κραυγή του πόνου μου και μου στείλει έναν άγγελο. Έχω ακούσει από μικρό παιδί που ήμουν στη αγκαλιά της μάνας μου ιστορίες με αγγέλους, και θαύματα μιας άλλης εποχής, που ο Θεός έστελνε αγγέλους για να βοηθήσει τους ανθρώπους.
Μα ξαφνικά ο μονόλογος του διακόπτεται από κάποιον άγνωστο περαστικό που μες τη νύχτα του απευθύνει χαιρετισμό, έχοντας “όλως τυχαία” ακούσει τη φωνή του που φώναζε…που είναι ο άγγελος; Σε λίγα λεπτά ο άγνωστος του έχει δώσει όχι μόνο ζεστές και καθαρές κουβέρτες, αλλά και καθαρά ρούχα και εσώρουχα και ζεστό φαγητό για να καλύψει τις ανάγκες της παρούσης νυκτός. Με έκπληκτα και γουρλωμένα μάτια δεν μπορεί ο ταλαίπωρος να πιστέψει αυτό που βλέπει.
Πως σε λένε ρωτάει τον άγνωστο;
Τι σημασία έχει το όνομα μου καλέ μου φίλε και αδελφέ, εσύ που τόσο μοιάζεις με Εκείνον που δεν είχε που να κλείνει το κεφάλι του; Απόψε σ’ αυτό το ελεεινό πεζοδρόμιο διαδραματίσθηκε ένα φοβερό γεγονός. Εσύ είδες άγγελο, εγώ είδα το Χριστό, που τόσο ποθώ να γίνω φίλος Του μα δεν ήξερα ότι είναι τόσο κοντά μου, τόσο δίπλα μου, που μπορούσα να τον αγγίξω και να βάλω τα χέρια μου στον τύπο των ήλων, σκέφθηκε ο άγνωστος και αναχώρησε σιωπηλός και με δάκρυα στα μάτια.
Υ.Γ. Ιστορία λίγο διασκευασμένη από αληθινό γεγονός εθελοντή της ομάδας του «Πλησίον» την Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014 που «τυχαία» πέρασε από την οδό Δεληγιώργη και δύο φορές πήγε σπίτι του για να καλύψει τις επιπρόσθετες ανάγκες του ανήμπορου συμπολίτη μας…