Ενα από τα βράδια της διανομής στο δρόμο στο πίσω κάθισμα καθόταν ένας νεαρός που για πρώτη φορά ήταν μαζί μας και άκουσα ενα από τα άλλα παιδιά να του λένε να γράψει κάτι για την εμπειρία του μαζί μας. Πράγματι χθες πήρα ενα email και το δημοσιεύω.
Ένα μοναδικό τετραήμερο.
“Μοναδικό, ε; Ωραία!
Και που πήγατε; Αράχοβα; Παρνασσό για σκι; Μήπως στα Μετέωρα;
Και δεν λέω τα νησιά γιατί προφανώς είναι καλοκαιρινοί προορισμοί…
Μα που πήγατε πια αυτές τις τέσσερεις μέρες;
Στο εξωτερικό; Στο Παρίσι;!”
Αυτά όλα νομίζω συνδυάζονται καλά με την λέξη μοναδικό. Όμως δεν έχουν καμία σχέση με αυτό το, ας το πω ξεχωριστό, τετραήμερο…
Όχι, δεν πήγαμε σε κανένα απ’ αυτά τα μέρη… αλλά αφήστε με να σας περιγράψω απ’ την αρχή τι έκανε αυτό το τετραήμερο μοναδικό…
Δευτέρα βράδυ γύρω στις 11· ήμουν με φίλους, έτοιμοι να πάμε όπως πολλές άλλες φορές να φάμε σουβλάκια. Πιάνω λοιπόν τον Νίκο και του λέω “πάμε μαζί.” Αυτός θα έβαζε το αμάξι κι εγώ θετική ενέργεια… αλλά με απέρριψε. “Θα πάω” μου ‘πε “να μοιράσω σούπες.”
“Τέλεια, θα ‘ρθω κι εγώ!” Γενικά, για να ξέρετε, πολλές φορές πρώτα μιλάω και μετά σκέφτομαι, δυστυχώς… αλλά στην προκειμένη περίπτωση ήταν πολύ καλό!
Υπέθεσα λοιπόν πως θα πηγαίναμε να μοιράσουμε 4-5 σούπες σε σπίτια κάποιων ηλικιωμένων που ξέρουμε που μένουν μόνοι, και μετά από λίγο θα πηγαίναμε να συναντήσουμε τους υπόλοιπους για σουβλάκια… και στην συνέχεια, όχι πολύ αργά, σπίτια μας για ύπνο, κάτω απ’ τα ζεστά παπλώματα.
Τα πράγματα εξελίχτηκαν πολύ καλύτερα απ’ ότι μπορούσα να φανταστώ…
Σε λίγα λεπτά συναντηθήκαμε στην Πειραιώς με πολλά γνωστά -αλλά κι μερικά άγνωστα για μένα- αγαπητά πρόσωπα και γίναμε “πλησίον” των ταλαίπωρων άστεγων που προσπαθούσαν να προφυλαχτούν απ’ το κρύο, μοιράζοντας ζεστή φρεσκομαγειρεμένη σούπα, ζεστό τσάι, κουβέρτες, ρούχα και ό,τι άλλο είχαν ετοιμάσει τα παιδιά του ΠΛΗΣΙΟΝ.
Απ’ εκεί ξεκινήσαμε, 4-5 αμάξια, και αρχίσαμε να γυρνάμε τους δρόμους της Αθήνας –χωρίς να περάσουμε ούτε ένα κόκκινο τις μεταμεσονύχτιες ώρες- σε αναζήτηση άστεγων· και όπου βρίσκαμε –και βρήκαμε πάρα πολλούς, σε πολλά μέρη- σταματάγαμε για να τους προσφέρουμε όλα τα παραπάνω, αλλά και λίγη συντροφιά η οποία είναι πολύτιμη όταν ζεις στο περιθώριο και δέχεσαι μόνο αδιαφορία. Αυτό έγινε και τα τέσσερα βράδια, Δευτέρα με Πέμπτη, και έφτανε μέχρι γύρω στις 3 με 4 τα μεσάνυχτα.
Σημείωση: Ποτέ μην έχετε το ίδιο βράδυ και ζεστό τσάι και ζεστή σοκολάτα, γιατί αλλιώς θα μείνετε με το τσάι στο χέρι (όχι, αυτό δεν έγινε την Τετάρτη βράδυ 😛 )
Θέλω να τονίσω εδώ το πολύ κρύο το οποίο έκανε αυτές τις μέρες -εγώ δεν ήμουν κατάλληλα προετοιμασμένος/ντυμένος· πόσο μάλλον λοιπόν οι άστεγοι. Το πρώτο βράδυ μάλιστα, αργά είδαμε έναν ταλαίπωρο μαύρο, ελαφριά ντυμένο να στέκεται δίπλα σε μία στάση λεωφορείου και να περιμένει… τι;
Αυτό το συμβάν είναι που με συγκίνησε περισσότερο απ’ όλα εκείνη την ημέρα. Εκεί που αυτός ήταν μόνος τους και δεν είχε κανέναν ή τίποτα να περιμένει μες στο κρύο, όλα τα αμάξια σταμάτησαν μπροστά του, και βρέθηκαν αμέσως τριγύρω τους πολλά άτομα που το υπηρετούσαν. Του έδωσαν ζεστό φαγητό να φάει και να πιει, του έδωσαν και του φόρεσαν ρούχα, ο ένας το σκούφο, ο άλλος το παλτό, οι άλλοι τα γάντια… και στη συνέχεια, εφόσον είδαμε πως ήταν πραγματικά παγωμένος, του βρήκαμε μέρος να καταλύσει, σε ένα απ’ αυτά τα ιδρύματα για φιλοξενία αστέγων· δόξα τω Θεώ!
Ο Θεός να ευλογήσει τους ανθρώπους που βάζουν στην καρδιά τους να κάνουν τέτοια έργα για τους συνανθρώπους τους…
Ομοίως συναντήσαμε και την ΚΛΙΜΑΚΑ στο δρόμο τα πιο πολλά βράδια να κάνει κι αυτή το έργο της μοιράζοντας σακούλες με ρούχα.
Ένα ακόμη σημείο στο οποίο θέλω να μείνω, για αυτά τα βράδια που πέρασαν είναι το πώς όλο μας συναντούσαν κι άλλα άτομα, που γνώριζαν για τον ΠΛΗΣΙΟΝ, κι έρχονταν μαζί, όπως κι εγώ, για να βοηθούσαν.
Την τελευταία μέρα ήμασταν οι πιο λίγοι από κάθε άλλη μέρα, και σίγουρα κουρασμένοι μπορώ να πω, αλλά αυτό δεν μας εμπόδισε να βρούμε και να βοηθήσουμε ακόμη περισσότερα άτομα, καθώς με λιγότερα άτομα και αμάξια οι μετακινήσεις ήταν πιο εύκολες και συντονισμένες… αξίζει να σημειωθεί για αυτήν την ημέρα πως όταν πήγαμε εκεί στην Πειραιώς απ’ όπου και ξεκινάγαμε κάθε μέρα, κάποιοι… άνθρωποι… τους είχαν κλέψει τις κουβέρτες (ας πούμε απλά πως όχι άλλοι άστεγοι, κι ας το αφήσουμε εκεί το θέμα… )·
Οι άνθρωποι που γνώρισα αυτές τις μέρες, που το σπίτι τους είναι οι δρόμοι, διώκονται πολλές φορές, όντας ανεπιθύμητοι… αλλά, ευχαριστώ το Θεώ, βρίσκονται πολλές φορές άνθρωποι που από μόνοι τους τους παραχωρούν ένα μέρος να μένουν, ή τους “αναγκάζουν” (εντός εισαγωγικών) να μην φύγουν απ’ εκεί που είναι για να μπορούν να τους υπηρετήσουν, να τους δώσουν λίγο φαΐ, κάποια ρούχα κτλ… και χάρηκα πολύ που συναντήσαμε μες στη νύχτα και μια άλλη παρέα νεαρών που από μόνοι τους τριγυρνούσαν για να μοιράσουν κουβέρτες.
Ήθελα αρχικά –πριν να ζήσω αυτό- απλά να φάω και να πάω νωρίς για ύπνο…
Κανένας μας δεν κοιμήθηκε διόλου νωρίς αυτές τις μέρες που έκανε τόσο κρύο…
Τις είπα μοναδικές, τις είπα ξεχωριστές… θα τις πω και αξέχαστες αυτές τις τέσσερεις… νύχτες…