Παρασκευή, 01 Αυγούστου 2008
ντάλα μεσημέρι. Καθόταν σε λευκή πλαστική μισοσπασμένη παλιοκαρέκλα
ικανή να κρατήσει το ολιγοστό βάρος . Μπροστά του ήταν ένα λευκό
ποδοσφαιρικό γήπεδο φραγμένο με μικρα κυπαρίσσια. Ο φτωχός Λάζαρος…όταν με είδε να τον πλησιάζω κάθiσε ανακούρκουδα. Θα ‘ταν καμιά
εικοσαριά χρονών. Μαύρος ο μαύρος, καταγής στο ξερό χορτάρι κανά δύο
καθαρισμένες πατάτες, ένα γκάζι παραδίπλα, άγνωστο αν λειτουργούσε,α
ναι και μια πιπεριά. Ποιός ξέρει, από ποιά σαβούρα της διπλανής
λαϊκής αγοράς. Το μόνο μόνο σημείο του σώματός του που θα έπρεπε να
είναι άσπρο ,γύρω από τις κόρες των ματιών του, ήταν ωχροκόκκινο θές
από την αγρύπνια, θές από εξάντληση, θες από τον καυτό Λύβα.
Ισχυρίστηκε πως ήταν από την Αίγυπτο. Ο φτωχός Λάζαρος φορούσε ένα
μπλε σορτσάκι και μια πλαστική πράσινη ξεμανίκοτη ποδιά. Από μαρκιά
κατοχική καρικατούρα από κοντά Πινόκιο. Το ψωμί του βρισκόταν μέσα σε
ένα κρεμασμένο στην ακακία σακκίδιο. Φαγητό είχε…. δουλειά είχε…
πολλές μεταλλικές συσκευασίες αναψηκτικών ήταν δίπλα του … διαμονή
είχε… μερικά παλιόρουχα στρωμένα πάνω σε ένα κομμάτι μωσαϊκού
απομινάρι κάποιου παλιού κτίσματος…ξενοδοχείον τα αστέρια .
Τότε εγώ ο καλός χριστιανός φορτωμένος με κάμποσες τσάντες , ήθελα
βλέπεις να πάω στην υπεραγορά με τα πόδια μήπως χάσω κανένα κιλό,
γιατί που να βγώ στην παραλία έτσι χάλια, έβγαλα ένα ολόκληρο καρβέλι
,εξοικονομημένο από τα εβδομήντα ολόκληρα λεπτά την ημέρα που μου
έκανε αύξηση ο κωστάκης, και του το έδωσα. Ξεπέρασε έτσι σε
χριστιανική αγάπη όλες τις χριστιανικές οργανώσεις μαζί. Σωτήρα, Ζωή,
Σταυρό, Χρυσοπηγή, Καταφυγή. Ο φτωχός Λάζαρος αρχικά δεν το δέχτηκε
αλλά εγώ επέμενα να αφήσω το ψίχουλο να πέσει από το τραπέζι μου και
τελικά εισακούστηκα. Αφήνοντάς τον πίσω δεν του χάρισα περισσότερη
σκέψη. Θυμήθηκα ένα γνωστό μου κομουνιστή που είχε πάρει για το ίδιο
αρχικό κεφάλαιο 0,3% περισσότερο επιτόκιο από εμένα.
Εκείνο το μεσημέρι το τραπέζι μου ήταν γεμάτο από του Αβραάμ και Ισαάκ
τα καλά . Μπριζόλες μοσχαρίσιες με πατάτες, ντοματοσαλάτες,
τζατζίκια,διάφορα είδη τυριών, αναψηκτικά, κρασιά. Τί ήταν να έβαζα το
χέρι μέσα στη σακκούλα και να του έδινα μια μοσχαρίσια. Την
τσιγκουνεύτηκα βλέπεις.
Η δικαιοσύνη σου δικαιοσύνη Κύριε και ο λόγος σου αλήθεια.
Τι να ελπίσεις μαύρε Λάζαρε; Καμιά επανάσταση από το ΚΚΕ; Μα αυτό από
εσένα περιμένει, αν φυσικά μπορείς να μαζέψεις τα πόδια σου από την
πείνα. Αλλά ίσως ο κωστάκης ο φτωχοκόμος να φτιάξει το ταμείο σου
Λάζαρε ώστε να λάβεις κανένα σακουλάκι κρύα στραγάλια παραμονές
εκλογών.
Εκείνο όμως που δεν θα ξεχάσω ήταν ότι το Λάζαρο δεν τον ένοιζε τόσο
το φαγητό όσο η παρέα. Τον κατάλαβα από την έκφραση του προσώπου του
όταν άρχισα να επικοινωνώ μαζί του. Ένοιωθε βλέπεις μόνος και
απροστάτευτος. Που να ήξερες καψερέ ότι πολλές οικογένειες κάτω από
την ίδια σκέψει επικοινωνούν με σημειώματα για να γεμίζουν τα τραπέζια
των οποίων τα ψίχουλα λαμβάνεις.
Μετά γενική κρίση του Κυρίου θα μας χωρίζει μέγα χάσμα. Σε
ευχαριστούμε που μας έκανες τώρα λίγη παρέα.
http://zouglapress.blogspot.com/2008/08/blog-post.html